- ενέχω
- (AM ἐνέχω) [έχω]1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο»)2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνηνεοελλ.εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους»)αρχ.1. (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) διατηρώ εναντίον κάποιου οργή, μίσος, δυσμενή διάθεση κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῑχε χόλον», Ηρόδ.)2. μνησικακώ, έχω έχθρα εναντίον κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά3. (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) εισχωρώ, εισέρχομαι κάπου («ὅπως ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῡ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν», Ξεν.)4. παθ. δεσμεύομαι από κάτι, εμπλέκομαι σε κάτι («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, Ηρόδ.)5. παθ. εμπίπτω, περιέρχομαι σε κάτι, καταλαμβάνομαι από κάτι («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», Ευρ.)6. υπόκειμαι σε κάτι7. (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως ένοχος («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», Πλάτ.)8. στέκομαι σε μια θέση, σταματώ, μένω («ἐν δέ ταύτη πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε κάπως, Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.